- απόσειση
- ητο πέταγμα μακριά, η αποτίναξη: Η απόσειση του τουρκικού ζυγού ήταν έργο πολύ δύσκολο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απόσειση — η (Α ἀπόσεισις) [αποσείω] νεοελλ. αποτίναξη, απαλλαγή από δυσάρεστη κατάσταση αρχ. είδος άσεμνου χορού … Dictionary of Greek
ἀποσείσῃ — ἀποσείσηι , ἀπόσεισις shaking off fem dat sg (epic) ἀποσείω shake off aor subj mid 2nd sg ἀποσείω shake off aor subj act 3rd sg ἀποσείω shake off fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισάχθεια — Αρχαίος ελληνικός όρος. Η απαλλαγή από ένα βάρος, άχθος, και συγκεκριμένα από τους φόρους ή τα χρέη. Ο Σόλων είχε χορηγήσει σ. για την απόσειση από τους ώμους των πολιτών, ιδιαίτερα των καλλιεργητών, των χρεών. Δεν τα είχε αποσβέσει εντελώς, αλλά … Dictionary of Greek
Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου … Dictionary of Greek